του Χρήστου Χαρίτου
μέλους της Κεντρικής Επιτροπής του ΛΑ.Ο.Σ.
Στο Patria έχω καταγράψει στα τελευταία τεύχη την συλλογιστική μου για την ανάπτυξη του Πατριωτικού Κινήματος, όπως το βλέπω εγώ μέσα από την αναγέννηση της Ελληνικής Δεξιάς. Έχουν ήδη προηγηθεί το Σκέψεις για μία ριζοσπαστική Δεξιά και το Αναζητώντας την Ελληνική Δεξιά. Δεν διεκδικώ την πατρότητα της ιδέας, ούτε την καλύτερη θεωρητική επεξεργασία της. Δεν καταφεύγω σε μεταφυσικές λύσεις, ούτε πιστεύω ότι αυτός ο δρόμος δεν ενέχει και κινδύνους που πρέπει να επισημανθούν εκ των προτέρων. Το Πατριωτικό Κίνημα όμως πρέπει να βρει λύσεις για την επανασύνδεσή του με τον λαό και την κοινωνία και να αποφύγει τις δύο θανάσιμες παγίδες του συστήματος: τον συμβιβασμό (ρεφορμισμό) και τον εξτρεμισμό.
Ακούμε συνεχώς από πολιτικούς και δημοσιογράφους ότι δεν υφίσταται πλέον Δεξιά και Αριστερά. Ότι οι ιδεολογίες κατέρρευσαν, οι διαχωριστικές γραμμές συνέκλιναν, η πολιτική εκφράζει πλέον το εφικτό και όχι το ευκταίο, τα σημερινά διακυβεύματα δεν έχουν αξιακές και ηθικές αναφορές. Όλοι θέλουν να αυτοτοποθετηθούν στο Κέντρο και τον «μεσαίο χώρο», τα μεγάλα κόμματα έχουν εκποιήσει κάθε ιδεολογικό και ιστορικό πρόσημο, οι πολιτικοί αποφεύγουν κάθε «γωνία» στον λόγο τους, όλα είναι στρογγυλευμένα και ακίνδυνα. Τα κόμματα και οι πολιτικοί δεν θέλουν πλέον να έχουν διακριτούς ρόλους. Στο όνομα της πολυσυλλεκτικής δημοκρατίας τύπου Carrefour, όλοι είναι όλα. Και για αυτό κανείς δεν είναι τίποτα.
Έτσι είναι λοιπόν τα πράγματα, ή μήπως κάποιοι βολεύονται από αυτή την εικονική πραγματικότητα; Ιστορικώς, ο διαχωρισμός Δεξιάς - Αριστεράς έχει παρελθόν άνω των 200 ετών. Στην Γαλλική Επανάσταση οι βουλευτές οι οποίοι υποστήριζαν την Συνταγματική Βασιλεία καθόντουσαν στα δεξιά έδρανα της βουλής και οι ριζοσπαστικοί στα αριστερά. Έκτοτε, το ερώτημα δεν ήταν φυσικά ποιος καθόταν που, αλλά τι θέσεις λάμβανε στα πολιτικά διλήμματα και τις ιδεολογικές αφετηρίες που είχαν οι αποφάσεις του.
Στην ιστορική και πολιτική μορφοποίηση που ακολούθησε η Δεξιά τασσόταν υπέρ της αξίας του έθνους, ενώ η Αριστερά είχε μία διεθνιστική οπτική. Η Δεξιά ενστερνιζόταν την εμπειρία της παραδόσεως, η Αριστερά έβλεπε σε αυτή ένα εμπόδιο στην «κοινωνική εξέλιξη». Η Δεξιά έδινε έμφαση στην ελευθερία, η Αριστερά στην ισότητα. Η Δεξιά υποστήριζε το εθνικό κράτος, η Αριστερά μιλούσε για την «δικτατορία του προλεταριάτου» και τον «προλεταριακό διεθνισμό». Αν νομίζει κάποιος ότι σε αυτά τα 200 χρόνια άλλαξαν και πολλά στην νοηματοδότηση Δεξιάς και Αριστεράς νομίζω θα απογοητευθεί πολύ.
Γιατί η πραγματικότητα είναι ότι οι διαχωριστικές γραμμές παραμένουν ιδεολογικά και αξιακά αναλλοίωτες. Η Δεξιά δίνει και σήμερα έμφαση στο έθνος και το εθνικό κράτος, ενώ η Αριστερά έχει εναγκαλισθεί ένα φιλελεύθερο κοσμοπολιτισμό, όχι τόσο επειδή τον πιστεύει, αλλά προκειμένου να αποκρύψει το αρχιπέλαγος των γκούλαγκ. Η Δεξιά υποστηρίζει τις αξιακές αναφορές του εθνικού πολιτισμού και την εθνική συνείδηση που τον συνοδεύει, η Αριστερά εξακολουθεί να θεωρεί τα έθνη ιστορικές κατηγορίες που αναδύθηκαν με την χειραφέτηση της αστικής τάξεως τον 18ο αιώνα. Το έθνος για αυτή είναι δημιούργημα του νεωτερικού καπιταλισμού.
Αν λοιπόν τα ιδεολογικά και ιστορικά πρόσημα δεν καταργήθηκαν, τι άλλαξε; Η απάντηση είναι ότι με την κατάρρευση του κομμουνισμού το 1989 είχαμε δύο αλλαγές. Η μεν Αριστερά από ολοκληρωτική και απολογητής του κομμουνισμού μεταλλάχθηκε σε «ανθρωπιστική», στηρίζοντας πάντα οτιδήποτε το μετα-εθνικό, για να μην πω αντεθνικό, οι δε φιλελεύθεροι νόμισαν ότι με την νίκη τους επί του κομμουνισμού τελείωσε η ιστορία και το ιστορικό γίγνεσθαι. Και όλοι μαζί βάλθηκαν να πείσουν – ο καθείς για διαφορετικούς λόγους – ότι οι ιδεολογίες απεβίωσαν, ότι η πολιτική είναι ξεκομμένη από ιδεολογικές καταβολές και ιστορικές φορτίσεις.
Η Ελληνική εμπειρία
Στην Ελλάδα βεβαίως που η Αριστερά παίζει μόνη της, τα πράγματα είναι χειρότερα. Εδώ η Νέα Δημοκρατία σχεδόν στενοχωριέται που νίκησε η Δεξιά στον ανταρτοπόλεμο και απολογείται για την 21η Απριλίου, ενώ η Αριστερά δεν έχει να απολογηθεί για την συμβολή της στην κατάρρευση του Μικρασιατικού μετώπου, για την «Ανεξάρτητη Μακεδονία-Θράκη», για τα Δεκεμβριανά και το αντάρτικο.
Το γεγονός, για παράδειγμα, ότι η 21η Απριλίου ανέτρεψε την δεξιά κυβέρνηση της ΕΡΕ του Παναγιώτη Κανελλόπουλου, ότι η «δημοκρατική παράταξη» δολοφόνησε τον πρωθυπουργό Δημήτριο Γούναρη και την ηγεσία της συντηρητικής παρατάξεως σε μία παρωδία δίκης το 1922, ή ότι ο Βενιζέλος ποινικοποίησε τον κομμουνισμό το 1929 με το Ιδιώνυμο, ότι το ΚΚΕ τέθηκε εκτός νόμου από τον Σοφούλη και τον Μπελογιάννη τον εκτέλεσε ο Πλαστήρας, δεν έχουν λεχθεί ποτέ από αυτούς που όφειλαν να το κάνουν. Και φθάσαμε να απολογούμαστε σήμερα στους συντρόφους του Μάρκου και του Ζαχαριάδη επειδή κρατήσαμε την Ελλάδα ελεύθερη και δημοκρατική.
Αν δεν υπάρχει όμως ιδεολογία και ιστορική συνέχεια δεν υπάρχει πολιτική. Αν οι πολιτικές θέσεις και οι προγραμματικές αρχές δεν απορρέουν από ιδεολογικές πεποιθήσεις, τότε όλα είναι στον αέρα. Τότε δεν υπάρχουν ηθικές δεσμεύσεις και κόκκινες γραμμές και η πολιτική μετατρέπεται σε μία άνευρη διαχειριστική άσκηση, στην οποία ο καθένας θα μπορούσε να εκφράσει το οτιδήποτε. Να λοιπόν ποια είναι η αξία της ιδεολογίας. Να μας δώσει τις ηθικές κατευθύνσεις, να συνδέσει το παρελθόν με το παρόν και το μέλλον, να δώσει την δυνατότητα στον πολίτη να επιλέξει μεταξύ διαφορετικών πολιτικών προταγμάτων. Αυτό είναι και η ουσία της δημοκρατίας.
Θα ήταν εύκολο να κρύψουμε όλοι τις ιδεολογικές μας πεποιθήσεις, είτε από δειλία, είτε για ωφελιμιστικούς λόγους. Να μιλάμε ουδέτερα, σε τρίτο πρόσωπο. Στο όνομα της αφηρημένης χώρας, της δημοκρατίας και της ανθρωπότητος. Να μην έχουμε ιστορικές διαδρομές και συναισθηματικές φορτίσεις. Να μην έχουμε παρελθόν, προκειμένου να αλλάζουμε κατά το δοκούν και τις μελλοντικές μας επιλογές.
Χθες, ο Τζιανφράνκο Φίνι στην Ιταλία ήταν νεοφασίστας και σήμερα ο διάδοχος του Μπερλουσκόνι. Χθες, ο Φίσερ στην Γερμανία πετούσε μολότωφ στις Αμερικανικές βάσεις και σήμερα χειροκροτεί τους ΝΑΤΟικούς βομβαρδισμούς. Χθες, ο Γιάννης Μπανιάς ήταν σκληρός κομμουνιστής και σήμερα μεταλλάχθηκε σε ανανεωτικό και βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ. Χθες, ο Κώστας Κιλτίδης ήταν εθνικιστής, αργότερα προσδέθηκε στο άρμα της κ. Μπακογιάννη και σήμερα είναι υπουργός του Καραμανλή. Αύριο όλοι αυτοί θα είναι και κάτι άλλο.
Η Ελλάς είναι η μόνη χώρα στην οποία η Δεξιά είναι ιδεολογικώς ανύπαρκτη, πολιτικώς ανάπηρη και ιστορικώς απούσα. Στην Ιταλία ο Μπερλουσκόνι κάνει προγραμματικές δηλώσεις κατά της μεταναστεύσεως μετά τον θρίαμβό του στις εκλογές, αφού πρώτα φωτογραφήθηκε πανηγυρίζοντας αγκαλιά με την Αλεσσάντρα Μουσσολίνι. Στην Ρώμη εκλέγεται δήμαρχος με 54% ο πρώην νεοφασίστας Τζιάννι Αλεμάννο με σημαία του την καταπολέμηση της μεταναστεύσεως και της εγκληματικότητος. Στην Γαλλία ο Σαρκοζί χλευάζει δημοσίως τον Μάη του ’68 και αποκαλεί αλήτες τους «εξεγερμένους» μετανάστες του Παρισιού. Στην Γερμανία η CSU εκφράζει την παράδοση και τις αξίες της Γερμανικής Δεξιάς.
Στην Ελλάδα όμως ο κ. Καραμανλής τιμάει τον Λεωνίδα Κύρκο και τους αγώνες της Αριστεράς. Ηγέτες όπως ο Δραγούμης και ο Παπάγος, για να μην μιλήσουμε για τον Μεταξά, του είναι παντελώς «άγνωστοι». Θα πρέπει ο κ. Καραχάλιος να υπενθυμίσει στον πρωθυπουργό ότι χωρίς τον Δραγούμη δεν θα υπήρχε Μακεδονικός Αγώνας, χωρίς τον Παπάγο δεν θα είχαμε τις νίκες του 1940 και χωρίς τον Μεταξά δεν θα γραφόταν το ΟΧΙ στην παγκόσμια ιστορία. Δεν γνωρίζω χωρίς τον Κύρκο τι θα έχανε η Ελληνική ιστορία. Μάλλον τίποτα.
Quo Vadis
Στην Ελλάδα πρέπει να επανιδρύσουμε την Δεξιά. Με ιδεολογική παρρησία και πολιτική θέληση. Αυτός ο ρόλος για εμένα πέφτει κυρίως στους ώμους του Γ.Καρατζαφέρη, του Λαϊκού Ορθόδοξου Συναγερμού και της κοινοβουλευτικής του ομάδος. Αυτό έχει ανάγκη η χώρα και η κοινωνία μας. Μία υπερήφανη, λαϊκή και πατριωτική Δεξιά. Χωρίς τον Γ.Καρατζαφέρη και τον ΛΑ.Ο.Σ. δεν μπορεί να τελεσφορήσει αυτό το εγχείρημα. Για αυτό και πρέπει να έχουν την μέγιστη δυνατή υποστήριξή μας στην κατεύθυνση της οικοδομήσεως ενός ριζοσπαστικού αντισυστημικού Πατριωτικού Κινήματος.
Η Ελληνική Δεξιά οφείλει να βρει ξανά την θέληση της νίκης. Με εμπιστοσύνη στην ορθότητα των θέσεών της και της ιδεολογικής της ανωτερότητος. Υπερήφανη για την ιστορία της και την προσφορά της στην πατρίδα. Με σαφή διάκριση εχθρών και φίλων. Με διάθεση διεκδικήσεως της ιδεολογικής ηγεμονίας σε κάθε κοινωνική έκφραση. Ριζοσπαστική και συγκρουσιακή. Δίνοντας έμφαση στην σκέψη και τον θεωρητικό λόγο. Με εφημερίδες, περιοδικά, δεξαμενές σκέψεως και διανοουμένους. Με πολιτικούς που υπερασπίζονται τις εθνικές ιδέες στον δημόσιο διάλογο. Με ισχυρή κοινοβουλευτική παρουσία και εξίσου ισχυρή πολιτική δράση. Πολεμώντας για τις ιδέες και την ιστορία της και όχι απολογούμενη.
Το Patria ως το μόνο ιδεολογικό περιοδικό που κυκλοφορεί στον εθνικιστικό χώρο προσπαθεί να αρθρώσει ένα σύγχρονο ιδεολογικό και πολιτικό λόγο για το εθνικό κίνημα. Υπό αυτή την έννοια εκπληρώνει τους λόγους της εκδόσεώς του με τον καλύτερο τρόπο. Ας κάνουν κάτι ανάλογο και όσοι έχουν επιφορτισθεί με την ιδεολογική και πολιτική εκπροσώπηση της εθνικής ιδέας. Ας μας πουν για το Quo Vadis του Πατριωτικού Κινήματος.
Η πολιτική μας παρουσία δεν πρέπει να αναλώνεται μόνο σε επερωτήσεις στο κοινοβούλιο. Θα πρέπει αυτό να συνδυάζεται με την κατάθεση ιδεών και θέσεων, οι οποίες διαμορφώνουν την πολιτική ατζέντα και την δημόσια εικόνα του κινήματός μας. Την μάχη δεν θα την κερδίσει αυτός που θα κάνει τις περισσότερες ερωτήσεις στην βουλή, αλλά αυτός που θα θέσει και θα απαντήσει στα περισσότερα προβλήματα του Ελληνικού λαού. Και ιδίως σε αυτά που αποκρύπτει το πολιτικό κατεστημένο. Όπως γράφει ο Χρίστος Γούδης στην «Ανατομία της Δεξιάς»: «Στην εποχή μας χρειάζονται περισσότερο χαρακτήρες παρά ευφυΐες, περισσότερο σπονδυλικές στήλες παρά μυαλά». Αυτός είναι ο δρόμος της ρήξης και της ανατροπής, αυτός είναι ο δρόμος της ριζοσπαστικής Δεξιάς.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο τεύχος 11 (Μάιος 2008) του μηνιαίου περιοδικού Patria.
Κυριακή 29 Ιουνίου 2008
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου